Η εξέταση ακοογράμματος γίνεται με χρήση του ακουογράφου, ο οποίος επιτρέπει την εκπομπή ήχων σε διαφορετικές συχνότητες προς τον εξεταζόμενο. Οι ήχοι μεταφέρονται σε ειδικά ρυθμισμένα ακουστικά, σε προκαθορισμένες και προτυποποιημένες εντάσεις. Οι συνδυασμοί συχνότητας και έντασης του κάθε ήχου που εκπέμπεται ακολουθούν την καμπύλη ελάχιστης ακουστικότητας, η οποία αναπαριστά την «κανονική» ακοή.
Tα ηχητικά κύματα εισέρχονται στο αυτί από το εξωτερικό του μέρος και κρούουν στην μεμβράνη του τυμπάνου. Τα κύματα αυτά θέτουν σε κίνηση την μεμβράνη και τα οστά του μέσου αφτιού. Ο αριθμός των δονήσεων ανά δευτερόλεπτο υποδεικνύει την συχνότητα του ήχου που ακούγεται, και μετράται σε hertz (Hz), όπου ένα hertz είναι μία δόνηση ανά δευτερόλεπτο. Επιπλέον αίσθηση του ήχου προέρχεται από το είδος και την ένταση της δόνησης των τριχιδίων μέσα στον κοχλία του αφτιού. Οι συχνότητες αυτές χωρίζονται σε υπόηχους (κάτω από το ακουστό φάσμα), ήχους (μέσα στο ακουστό φάσμα) και υπέρηχους (πάνω από το ακουστό φάσμα).
Συγκεκριμένα το φάσμα ξεκινά από τα 20 Hz και φτάνει μέχρι τα 20.000 Hz. Στα περισσότερα παιδιά και σε μερικούς ενήλικες, το φάσμα αυτό, αρχίζει να συρρικνώνεται σταθερά από την ηλικία περίπου των 8 ετών, με την εντονότερη συρρίκνωση να παρατηρείται στις ψηλές συχνότητες.
Παρακάτω βλέπετε ένα ακουόγραμμα «κανονικής» ακοής